- δυναστεία
- η (AM δυναστεία) [δυναστεύω]αρχή, εξουσία, ηγεμονίαμσν.- νεοελλ.καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμόςνεοελλ.1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων»)2. πολυμελής οικογένεια με μεγάλη πολιτική ή οικονομική ισχύμσν.1. δύναμη2. ορμητικότητα3. (σε προσφώνηση) μεγαλειότητα4. βίαιη πράξη, βιαιότητα5. επιθανάτια αγωνία6. στενοχώρια, θλιβερό γεγονός7. (η γεν. ή δοτ. ως επίρρ.) δυναστείας ή δυναστείᾳμε βίαιο τρόπο, με τη βία («τὴν ἐπῆρες δυναστείᾳ, χωρίς τὸ θέλημά σου», Θησηίς)10. (η αιτ. ως επίρρ. ίσως από παρεξήγηση τής δοτ. με (ν) δυναστείανμε κίνδυνοαρχ.-μσν.σπουδαίες, δυναμικές πράξεις, κατορθώματααρχ.1. (ειδ.) το ολιγαρχικό πολίτευμα2. η διακυβέρνηση τής ρωμαϊκής συγκλήτου3. στον πληθ. δυναστεῑαιοι αρχές πόλεως ή κράτους.
Dictionary of Greek. 2013.